πρόσκληση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρόσκληση οι προσκλήσεις
      γενική της πρόσκλησης* των προσκλήσεων
    αιτιατική την πρόσκληση τις προσκλήσεις
     κλητική πρόσκληση προσκλήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσκλήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρόσκληση < αρχαία ελληνική πρόσκλησις < προσκαλέω < πρός + καλέω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική invitation[1] [2] / appel[1] [2])

Ουσιαστικό

πρόσκληση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. πρόσκληση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. πρόσκληση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.