πρόκλησις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πρόκλησῐς αἱ προκλήσεις
      γενική τῆς προκλήσεως τῶν προκλήσεων
      δοτική τῇ προκλήσει ταῖς προκλήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πρόκλησῐν τὰς προκλήσεις
     κλητική ! πρόκλησῐ προκλήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προκλήσει
γεν-δοτ τοῖν  προκλησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρόκλησις < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πρόκλησις, -εως θηλυκό

  1. πρόκληση
  2. ζητούμενο λήμμα

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.