ἔκλησις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἔκλησῐς αἱ ἐκλήσεις
      γενική τῆς ἐκλήσεως τῶν ἐκλήσεων
      δοτική τῇ ἐκλήσει ταῖς ἐκλήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἔκλησῐν τὰς ἐκλήσεις
     κλητική ! ἔκλησῐ ἐκλήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐκλήσει
γεν-δοτ τοῖν  ἐκλησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἔκλησις < ἔκ- + λῆσις (<ἐκλανθάνω)

Ουσιαστικό

ἔκλησις, -εως θηλυκό

Συνώνυμα

  • λάθα
  • λήθη
  • λῆσις
  • λῆστις

Συγγενικά

  • ἐπίλασις
  • ἐπίλησις
  •  και δείτε τη λέξη λανθάνω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.