ἔκλησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἔκλησῐς | αἱ | ἐκλήσεις |
| γενική | τῆς | ἐκλήσεως | τῶν | ἐκλήσεων |
| δοτική | τῇ | ἐκλήσει | ταῖς | ἐκλήσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | ἔκλησῐν | τὰς | ἐκλήσεις |
| κλητική ὦ! | ἔκλησῐ | ἐκλήσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐκλήσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐκλησέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἔκλησις < ἔκ- + λῆσις (<ἐκλανθάνω)
Ουσιαστικό
ἔκλησις, -εως θηλυκό
- συγχώρεση, λήθη, απόλυτη λησμονιά
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 24 (ω. Σπονδαί.), στίχ. 485 (484-486)
- ἡμεῖς δ᾽ αὖ παίδων τε κασιγνήτων τε φόνοιο | ἔκλησιν θέωμεν· τοὶ δ᾽ ἀλλήλους φιλεόντων | ὡς τὸ πάρος, πλοῦτος δὲ καὶ εἰρήνη ἅλις ἔστω.»
- Εμείς για τα παιδιά τους και τα σκοτωμένα αδέλφια τους | προτείνουμε τη λήθη· όπως και πριν, έτσι και πάλι | να φιλιώσουν μεταξύ τους, ας γίνει ειρήνη, με περίσσια πλούτη.»
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἡμεῖς δ᾽ αὖ παίδων τε κασιγνήτων τε φόνοιο | ἔκλησιν θέωμεν· τοὶ δ᾽ ἀλλήλους φιλεόντων | ὡς τὸ πάρος, πλοῦτος δὲ καὶ εἰρήνη ἅλις ἔστω.»
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 24 (ω. Σπονδαί.), στίχ. 485 (484-486)
Συνώνυμα
- λάθα
- λήθη
- λῆσις
- λῆστις
Συγγενικά
- ἐπίλασις
- ἐπίλησις
- → και δείτε τη λέξη λανθάνω
Πηγές
- ἔκλησις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἔκλησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.