ξενοδοχειακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξενοδοχειακός η ξενοδοχειακή το ξενοδοχειακό
      γενική του ξενοδοχειακού της ξενοδοχειακής του ξενοδοχειακού
    αιτιατική τον ξενοδοχειακό την ξενοδοχειακή το ξενοδοχειακό
     κλητική ξενοδοχειακέ ξενοδοχειακή ξενοδοχειακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξενοδοχειακοί οι ξενοδοχειακές τα ξενοδοχειακά
      γενική των ξενοδοχειακών των ξενοδοχειακών των ξενοδοχειακών
    αιτιατική τους ξενοδοχειακούς τις ξενοδοχειακές τα ξενοδοχειακά
     κλητική ξενοδοχειακοί ξενοδοχειακές ξενοδοχειακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ξενοδοχειακός < ξενοδοχείο

Επίθετο

ξενοδοχειακός, -ή, -ό

  1. σχετικός με ξενοδοχείο
    ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις


Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.