κλινικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κλινικός η κλινική το κλινικό
      γενική του κλινικού της κλινικής του κλινικού
    αιτιατική τον κλινικό την κλινική το κλινικό
     κλητική κλινικέ κλινική κλινικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κλινικοί οι κλινικές τα κλινικά
      γενική των κλινικών των κλινικών των κλινικών
    αιτιατική τους κλινικούς τις κλινικές τα κλινικά
     κλητική κλινικοί κλινικές κλινικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κλινικός < ελληνιστική κλινικός < κλίνη

Προφορά

ΔΦΑ : /kli.niˈkos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /kli.niˈci/ θηλυκό
ΔΦΑ : /kli.niˈko/ ουδέτερο

Επίθετο

κλινικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.