κλινικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κλινικός | η | κλινική | το | κλινικό |
| γενική | του | κλινικού | της | κλινικής | του | κλινικού |
| αιτιατική | τον | κλινικό | την | κλινική | το | κλινικό |
| κλητική | κλινικέ | κλινική | κλινικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κλινικοί | οι | κλινικές | τα | κλινικά |
| γενική | των | κλινικών | των | κλινικών | των | κλινικών |
| αιτιατική | τους | κλινικούς | τις | κλινικές | τα | κλινικά |
| κλητική | κλινικοί | κλινικές | κλινικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κλινικός < ελληνιστική κλινικός < κλίνη
Εκφράσεις
- κλινικός θάνατος: παύση της καρδιακής, της αναπνευστικής και της εγκεφαλικής λειτουργίας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.