lectus

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

lectus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *legʰ- (κείμαι)· συγγενές με την αρχαία ελληνική λέξη λέχος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈlɛk.tus/

Ουσιαστικό

lectus (la) αρσενικό

  1. κρεβάτι
  2. καναπές

Συγγενικά

  • lectica
  • lecticarius
  • lecticula

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική lectus lectī
γενική lectī lectōrum
δοτική lectō lectīs
αιτιατική lectum lectōs
κλητική lecte lectī
αφαιρετική lectō lectīs
(β' κλίση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.