υποδομή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υποδομή | οι | υποδομές |
| γενική | της | υποδομής | των | υποδομών |
| αιτιατική | την | υποδομή | τις | υποδομές |
| κλητική | υποδομή | υποδομές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υποδομή < αρχαία ελληνική ὑποδομή (τοίχος στήριξης) < ὑπό + δομή (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική substructure[1] [2] ή σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική infrastructure[1] [2])
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.po.ðoˈmi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐δο‐μή
Ουσιαστικό
υποδομή θηλυκό
Μεταφράσεις
υποδομή
- υποδομή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- υποδομή - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.