κλινήρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κλινήρης η κλινήρης το κλινήρες
      γενική του κλινήρους* της κλινήρους του κλινήρους
    αιτιατική τον κλινήρη την κλινήρη το κλινήρες
     κλητική κλινήρη(ς) κλινήρης κλινήρες
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κλινήρεις οι κλινήρεις τα κλινήρη
      γενική των κλινήρων των κλινήρων των κλινήρων
    αιτιατική τους κλινήρεις τις κλινήρεις τα κλινήρη
     κλητική κλινήρεις κλινήρεις κλινήρη
* Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «πλήρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κλινήρης < ελληνιστική κοινή κλινήρης. Μορφολογικά αναλύεται σε κλίν(η) + -ήρης

Επίθετο

κλινήρης, -ης, -ες

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.