κλινοστρωμνή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλινοστρωμνή οι κλινοστρωμνές
      γενική της κλινοστρωμνής των κλινοστρωμνών
    αιτιατική την κλινοστρωμνή τις κλινοστρωμνές
     κλητική κλινοστρωμνή κλινοστρωμνές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλινοστρωμνή < κλινο- + αρχαία ελληνική στρωμνή (στρώμα)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /kli.no.stɾoˈmni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλινοστρωμνή

Ουσιαστικό

κλινοστρωμνή θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.