δίκλινος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δίκλινος η δίκλινη το δίκλινο
      γενική του δίκλινου της δίκλινης του δίκλινου
    αιτιατική τον δίκλινο τη δίκλινη το δίκλινο
     κλητική δίκλινε δίκλινη δίκλινο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δίκλινοι οι δίκλινες τα δίκλινα
      γενική των δίκλινων των δίκλινων των δίκλινων
    αιτιατική τους δίκλινους τις δίκλινες τα δίκλινα
     κλητική δίκλινοι δίκλινες δίκλινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δίκλινος < δι- + κλίνη + -ος
  1. < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική zweibettig
  2. < (μεταφραστικό δάνειο) νεολατινική diclinus
δίκλινο δωμάτιο

Επίθετο

δίκλινος, -η, -ο

  1. που έχει δύο κρεβάτια
  2. (βοτανική) για φυτό με μόνο αρσενικά ή μόνο θηλυκά άνθη
    δικλινής

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.