δίκλινος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δίκλινος | η | δίκλινη | το | δίκλινο |
| γενική | του | δίκλινου | της | δίκλινης | του | δίκλινου |
| αιτιατική | τον | δίκλινο | τη | δίκλινη | το | δίκλινο |
| κλητική | δίκλινε | δίκλινη | δίκλινο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δίκλινοι | οι | δίκλινες | τα | δίκλινα |
| γενική | των | δίκλινων | των | δίκλινων | των | δίκλινων |
| αιτιατική | τους | δίκλινους | τις | δίκλινες | τα | δίκλινα |
| κλητική | δίκλινοι | δίκλινες | δίκλινα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική zweibettig
- < (μεταφραστικό δάνειο) νεολατινική diclinus

δίκλινο δωμάτιο
Επίθετο
δίκλινος, -η, -ο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.