χωρητικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χωρητικότητα | οι | χωρητικότητες |
| γενική | της | χωρητικότητας | των | χωρητικοτήτων |
| αιτιατική | τη | χωρητικότητα | τις | χωρητικότητες |
| κλητική | χωρητικότητα | χωρητικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χωρητικότητα < (ελληνιστική κοινή) χωρητικός + -ότητα < αρχαία ελληνική χῶρος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική capacité)
Ουσιαστικό
χωρητικότητα θηλυκό
- (φυσική, γεωμετρία) ο εσωτερικός όγκος των κοίλων σωμάτων
- η περιεκτικότητα των κοίλων σωμάτων
- η μέγιστη δυνατότητα αποθήκευσης, ή διέλευσης, ή εξυπηρέτησης φορτίων σ΄ έναν χώρο
- (τηλεπικοινωνίες) capacity: ο μέγιστος ρυθμός μετάδοσης των δεδομένων μέσω μιας ζεύξης / καναλιού (link), χωρίς σφάλματα (βλ. εύρος ζώνης) [1] και μετράται σε bits ανά δευτερόλεπτο (bps) [1]
- Δείτε επίσης: χωρητικότητα καναλιού στη Βικιπαίδεια
- (καθαρεύουσα) χωρητικότης
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Αθανάσιος Ι. Μάργαρης (Θεσσαλονίκη 2001), Μετάδοση Δεδομένων – Δίκτυα Υπολογιστών, σελ. 5, 10. Προσπέλαση 2020-05-25.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.