κλινάμαξα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλινάμαξα οι κλινάμαξες
      γενική της κλινάμαξας των κλιναμαξών
    αιτιατική την κλινάμαξα τις κλινάμαξες
     κλητική κλινάμαξα κλινάμαξες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλινάμαξα < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /kliˈna.ma.ksa/

Ουσιαστικό

κλινάμαξα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.