κλινάμαξα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κλινάμαξα | οι | κλινάμαξες |
| γενική | της | κλινάμαξας | των | κλιναμαξών |
| αιτιατική | την | κλινάμαξα | τις | κλινάμαξες |
| κλητική | κλινάμαξα | κλινάμαξες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κλινάμαξα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
κλινάμαξα θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
.jpg.webp)