νοσοκομειακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νοσοκομειακός | η | νοσοκομειακή | το | νοσοκομειακό |
| γενική | του | νοσοκομειακού | της | νοσοκομειακής | του | νοσοκομειακού |
| αιτιατική | τον | νοσοκομειακό | τη | νοσοκομειακή | το | νοσοκομειακό |
| κλητική | νοσοκομειακέ | νοσοκομειακή | νοσοκομειακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νοσοκομειακοί | οι | νοσοκομειακές | τα | νοσοκομειακά |
| γενική | των | νοσοκομειακών | των | νοσοκομειακών | των | νοσοκομειακών |
| αιτιατική | τους | νοσοκομειακούς | τις | νοσοκομειακές | τα | νοσοκομειακά |
| κλητική | νοσοκομειακοί | νοσοκομειακές | νοσοκομειακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- νοσοκομειακός < νοσοκομείο + -ακός
Επίθετο
νοσοκομειακός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με το νοσοκομείο, αναφέρεται σ’ αυτό ή ανήκει σ’ αυτό
- (ουσιαστικοποιημένο) νοσοκομειακό: ασθενοφόρο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη νοσοκόμος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.