κεκτημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κεκτημένος | η | κεκτημένη | το | κεκτημένο |
| γενική | του | κεκτημένου | της | κεκτημένης | του | κεκτημένου |
| αιτιατική | τον | κεκτημένο | την | κεκτημένη | το | κεκτημένο |
| κλητική | κεκτημένε | κεκτημένη | κεκτημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κεκτημένοι | οι | κεκτημένες | τα | κεκτημένα |
| γενική | των | κεκτημένων | των | κεκτημένων | των | κεκτημένων |
| αιτιατική | τους | κεκτημένους | τις | κεκτημένες | τα | κεκτημένα |
| κλητική | κεκτημένοι | κεκτημένες | κεκτημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κεκτημένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κεκτημένος (σημασία: κάτοχος), μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κτάομαι-κτῶμαι & (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική acquis[1]
Μετοχή
κεκτημένος, -η, -ο
- που έχει κερδηθεί, αποκτηθεί, κατοχυρωθεί, επιτευχθεί με προσπάθεια, που προστατεύεται από το νόμο
Εκφράσεις
- κεκτημένο δικαίωμα
- κεκτημένη ταχύτητα
- τα κεκτημένα (ουσιαστικό)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | κεκτημένος | ἡ | κεκτημένη | τὸ | κεκτημένον |
| γενική | τοῦ | κεκτημένου | τῆς | κεκτημένης | τοῦ | κεκτημένου |
| δοτική | τῷ | κεκτημένῳ | τῇ | κεκτημένῃ | τῷ | κεκτημένῳ |
| αιτιατική | τὸν | κεκτημένον | τὴν | κεκτημένην | τὸ | κεκτημένον |
| κλητική ὦ! | κεκτημένε | κεκτημένη | κεκτημένον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | κεκτημένοι | αἱ | κεκτημέναι | τὰ | κεκτημένᾰ |
| γενική | τῶν | κεκτημένων | τῶν | κεκτημένων | τῶν | κεκτημένων |
| δοτική | τοῖς | κεκτημένοις | ταῖς | κεκτημέναις | τοῖς | κεκτημένοις |
| αιτιατική | τοὺς | κεκτημένους | τὰς | κεκτημένᾱς | τὰ | κεκτημένᾰ |
| κλητική ὦ! | κεκτημένοι | κεκτημέναι | κεκτημένᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κεκτημένω | τὼ | κεκτημένᾱ | τὼ | κεκτημένω |
| γεν-δοτ | τοῖν | κεκτημένοιν | τοῖν | κεκτημέναιν | τοῖν | κεκτημένοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυμένος' όπως «λελυμένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
κεκτημένος, -η, -ον
Πηγές
- κτάομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- κεκτημένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.