κτάομαι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

κτάομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tk-éh₂- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tek- (αποκτώ)

Ρήμα

κτάομαι / κτῶμαι

  1. αποκτώ
  2. (για συνέπειες) επιφέρω
  3. (με πρόσωπο ως αντικείμενο) κάνω (κάποιον κάτι)
      5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 5, 5.17
    Καρδούχους ... πολεμίους ἐκτησάμεθα
    κάναμε τους Καρδούχους εχθρούς μας
  4. έχω, κατέχω

  • ιωνικός τύπος: κτέομαι

Αντώνυμα

Παράγωγα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.