κατοχυρώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κατοχυρώνω < (ελληνιστική κοινή) κατοχυρόω / κατοχυρῶ < κατά + αρχαία ελληνική ὀχυρόω / ὀχυρῶ < ὀχυρός

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.to.çiˈɾo.no/

Ρήμα

κατοχυρώνω, πρτ.: κατοχύρωνα, στ.μέλλ.: θα κατοχυρώσω, αόρ.: κατοχύρωσα, παθ.φωνή: κατοχυρώνομαι, μτχ.π.π.: κατοχυρωμένος

  1. εξασφαλίζω ότι κάτι (πράγμα, δικαίωμα κ.λπ.) μού ανήκει και δεν κινδυνεύω να το χάσω
    οι λαοί έδωσαν πολλούς αγώνες για να κατοχυρώσουν τις ελευθερίες και τα δικαιώματά τους
  2. (ειδικότερα) (για εξετάσεις) εξασφαλίζω την θετική για μένα βαθμολογία που πήρα σε ένα ή περισσότερα από ένα σύνολο μαθημάτων, ώστε να μην υποχρεωθώ στο μέλλον σε συνολική επανεξέταση

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.