κατακομμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κατακομμένος | η | κατακομμένη | το | κατακομμένο |
| γενική | του | κατακομμένου | της | κατακομμένης | του | κατακομμένου |
| αιτιατική | τον | κατακομμένο | την | κατακομμένη | το | κατακομμένο |
| κλητική | κατακομμένε | κατακομμένη | κατακομμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κατακομμένοι | οι | κατακομμένες | τα | κατακομμένα |
| γενική | των | κατακομμένων | των | κατακομμένων | των | κατακομμένων |
| αιτιατική | τους | κατακομμένους | τις | κατακομμένες | τα | κατακομμένα |
| κλητική | κατακομμένοι | κατακομμένες | κατακομμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κατακομμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κατακόβω / κατα- + κομμένος → δείτε τη λέξη κατακομμένος (μεσαιωνικά ελληνικά)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.ta.koˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐κομ‐μέ‐νος
Μετοχή
κατακομμένος, -η, -ο
- (επιτατική μετοχή ως επίθετο) μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κατακόβω: ιδιαίτερα, πλήρως κομμένος, κομματιασμένος
Μεταφράσεις
κατακομμένος
|
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- κατακομμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κατακόπτω / κατακόβ(γ)ω < κατα- + κομμένος (κόπτω)
Μετοχή
κατακομμένος, -η, -ον
- κομματιασμένος, όπως κατακομμένος
- ※ τέλος 15ου αιώνα - ⌘ Εμμανουήλ Λιμενίτης, ο επονομαζόμενος Γεωργηλάς, Το θανατικόν της Ρόδου στο Legrand, Emile (επιμ.) (1880) Bibliothèque grecque vulgaire, εκδ:Maisonneuve, 582 (Fb9b) @books.google.σελ.223
- πολλοὶ φοροῦν μεταξωτά, βελοῦδα, τζαμηλότια,
πᾶσα λογῆς κατακοπτὰ,[sic ὰ] φαρδειὰ τὰ μανικότια*,
κάρτζαις πασίλογαις** καὶ αὐταῖς νἆναι** κατακομμέναις,
παπούτζαις χελωνόκοπαις** εὐμορφοκαμωμέναις.- * άλλη γραφή: φαρδία μανικόττια [1]
- ** άλλη γραφή: κάρτζες πασύλογες ... νἆνε *** ἀχελωνόκοπες
- πολλοὶ φοροῦν μεταξωτά, βελοῦδα, τζαμηλότια,
- ※ τέλος 15ου αιώνα - ⌘ Εμμανουήλ Λιμενίτης, ο επονομαζόμενος Γεωργηλάς, Το θανατικόν της Ρόδου στο Legrand, Emile (επιμ.) (1880) Bibliothèque grecque vulgaire, εκδ:Maisonneuve, 582 (Fb9b) @books.google.σελ.223
- οδοντωτός (για σχήματα)
- πληγωμένος
- (μεταφορικά) βασανισμένος, θλιμμένος, ταλαιπωρημένος
Κλιτικοί τύποι
- κατακομμένοι (αρσενικό, πληθυντικός, ονομαστική)
- κατακομμένες / κατακομμέναις (θηλυκό, πληθυντικός, ονομαστική)
- κατακομμένον (ουδέτερο, ενικός)
Αναφορές
- μανικόττι - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Πηγές
- κατακόπτω, κατακομμένος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.