βασανισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βασανισμένος | η | βασανισμένη | το | βασανισμένο |
| γενική | του | βασανισμένου | της | βασανισμένης | του | βασανισμένου |
| αιτιατική | τον | βασανισμένο | τη | βασανισμένη | το | βασανισμένο |
| κλητική | βασανισμένε | βασανισμένη | βασανισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βασανισμένοι | οι | βασανισμένες | τα | βασανισμένα |
| γενική | των | βασανισμένων | των | βασανισμένων | των | βασανισμένων |
| αιτιατική | τους | βασανισμένους | τις | βασανισμένες | τα | βασανισμένα |
| κλητική | βασανισμένοι | βασανισμένες | βασανισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βασανισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βασανίζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /va.sa.niˈzme.nos/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.