κάρτζα
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
Συνώνυμα
- γονατόδεσμα
Κλιτικοί τύποι
- κάλτζες, κάλτζαις (πληθυντικός, ονομαστική)
Συγγενικά
- καρτζοδέτα
- καρτζικεῖον (η ποδοκάκη)
- καρτζίον
- καρτσέτα
- τὰ καρτζά (ουδέτερο, πληθυντικός: νομίσματα, χρήματα μικρής αξίας)
Αναφορές
- ΚΑΡΤΖΆ, § 595 καρτζά, κάρτζα, Τόμος Α΄ - du Cange, Charles du Fresne - Δουκάγγιος (1688) Glossarium ad scriptores mediæ & infimæ Graecitatis […]. Lugduni: Apud Amissonios. Τόμοι:2. [μεσαιωνικά ελληνικά, ορισμοί στα λατινικά]
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.