κομμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κομμένος | η | κομμένη | το | κομμένο |
| γενική | του | κομμένου | της | κομμένης | του | κομμένου |
| αιτιατική | τον | κομμένο | την | κομμένη | το | κομμένο |
| κλητική | κομμένε | κομμένη | κομμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κομμένοι | οι | κομμένες | τα | κομμένα |
| γενική | των | κομμένων | των | κομμένων | των | κομμένων |
| αιτιατική | τους | κομμένους | τις | κομμένες | τα | κομμένα |
| κλητική | κομμένοι | κομμένες | κομμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κομμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κόβω
Προφορά
- ΔΦΑ : /koˈme.nos/
Μετοχή
κομμένος, -η, -ο
- που έχει κοπεί
- που έχει κόψει
- τεμαχισμένος
- κουρασμένος, καταβεβλημένος, άρρωστος
- σε βλέπω λίγο κομμένο, αισθάνεσαι αδιάθετος ή είσαι κουρασμένος;
- που έχει απορριφθεί
- (για κακή συνήθεια) σταματημένος
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.