κατακόπτω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κατακόπτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατακόπτω < κατα- + κόπτω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.taˈko.pto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐κό‐πτω
Ρήμα
κατακόπτω (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο κατακόπτω)
- (απαρχαιωμένο) κατακόβω, πετσοκόβω, ψιλοκόβω, κόβω, κομματιάζω
- → χρειάζεται παράθεμα με νεοελληνική χρήση
Μεταφράσεις
κατακόπτω
|
Πηγές
- κατακόπτω - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | κατακόπτω | κατακόπτομαι |
| Παρατατικός | κατέκοπτον | κατεκοπτόμην |
| Μέλλοντας | κατακόψω | κατακόψομαι & κατακοπήσομαι |
| Αόριστος | κατέκοψα | (κατεκοψάμην) & κατεκόπην |
| Παρακείμενος | κατακέκοφα | κατακέκομμαι |
| Υπερσυντέλικος | κατεκεκόπειν | - |
| Συντελ.Μέλλ. | (κατακεκόψομαι) |
Ρήμα
κατακόπτω
Παράγωγα
- κατακεκομμένος (μετοχή)
- κατακοπείς (μετοχή)
- κατακόπτης
- κατακοπτικός
- κατακοπτόμενος (μετοχή)
Πηγές
- κατακόπτω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κατακόπτω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.