μανικόττι

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

μανικόττι < (άμεσο δάνειο) ιταλική manicott(o) (< manica < λατινική manica < manus)+ για προσαρμογή στην ελληνική κλίση. Συγκρίνετε με το μανίκιον

Ουσιαστικό

μανικόττι ουδέτερο

  • μανικότι

  • μανηκώτιον

Κλιτικοί τύποι

  • μανικόττια, μανικότια (πληθυντικός)

Συγγενικά

  •  δείτε τις λέξεις μανίκιον και μάνικα

Αναφορές

  1. μανικόττι -  Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.