καταιγιστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταιγιστικός η καταιγιστική το καταιγιστικό
      γενική του καταιγιστικού της καταιγιστικής του καταιγιστικού
    αιτιατική τον καταιγιστικό την καταιγιστική το καταιγιστικό
     κλητική καταιγιστικέ καταιγιστική καταιγιστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταιγιστικοί οι καταιγιστικές τα καταιγιστικά
      γενική των καταιγιστικών των καταιγιστικών των καταιγιστικών
    αιτιατική τους καταιγιστικούς τις καταιγιστικές τα καταιγιστικά
     κλητική καταιγιστικοί καταιγιστικές καταιγιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καταιγιστικός < καταιγισ(μός) + -τικός

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.te.ʝi.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καταιγιστικός

Επίθετο

καταιγιστικός

  1. (στρατιωτικός όρος) που έχει σχέση με καταιγισμό ρίψης βλημάτων
    καταιγιστικά πυρά
  2. (μεταφορικά) συνεχής διαδικασία, χωρίς τέλος, χωρίς σταματημό
    καταιγιστικές πληροφορίες, καταιγιστικές εξελίξεις

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.