καταιγιδοφόρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταιγιδοφόρος η καταιγιδοφόρα το καταιγιδοφόρο
      γενική του καταιγιδοφόρου της καταιγιδοφόρας του καταιγιδοφόρου
    αιτιατική τον καταιγιδοφόρο την καταιγιδοφόρα το καταιγιδοφόρο
     κλητική καταιγιδοφόρε καταιγιδοφόρα καταιγιδοφόρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταιγιδοφόροι οι καταιγιδοφόρες τα καταιγιδοφόρα
      γενική των καταιγιδοφόρων των καταιγιδοφόρων των καταιγιδοφόρων
    αιτιατική τους καταιγιδοφόρους τις καταιγιδοφόρες τα καταιγιδοφόρα
     κλητική καταιγιδοφόροι καταιγιδοφόρες καταιγιδοφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καταιγιδοφόρος < καταιγίδ(α) + -ο- + -φόρος

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.te.ʝi.ðoˈfo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καταιγιδοφόρος

Επίθετο

καταιγιδοφόρος, -α, -ο

  • (μετεωρολογία) αυτός που φέρει καταιγίδα
    καταιγιδοφόρο νέφος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.