φοροκαταιγίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φοροκαταιγίδα οι φοροκαταιγίδες
      γενική της φοροκαταιγίδας των φοροκαταιγίδων
    αιτιατική τη φοροκαταιγίδα τις φοροκαταιγίδες
     κλητική φοροκαταιγίδα φοροκαταιγίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φοροκαταιγίδα < φόρ(ος) + -ο- + καταιγίδα

Ουσιαστικό

φοροκαταιγίδα θηλυκό

  • (οικονομία, μεταφορικά) (νεολογισμός) λήψη και επιβολή πολλών φορολογικών μέτρων

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.