καταιγίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | καταιγίς | αἱ | καταιγίδες |
| γενική | τῆς | καταιγίδος | τῶν | καταιγίδων |
| δοτική | τῇ | καταιγίδῐ | ταῖς | καταιγίσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | καταιγίδᾰ | τὰς | καταιγίδᾰς |
| κλητική ὦ! | καταιγίς* | καταιγίδες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταιγίδε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | καταιγίδοιν | ||
| Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
καταιγίς, -ίδος θηλυκό
- (μετεωρολογία) η καταιγίδα
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ψευδοαριστοτέλης, Περὶ κόσμου, 4 @scaife.perseus
- Τῶν γε μὴν βιαίων πνευμάτων καταιγὶς μέν ἐστι πνεῦμα ἄνωθεν τύπτον ἐξαίφνης, θύελλα δὲ πνεῦμα βίαιον καὶ ἄφνω προσαλλόμενον, λαῖλαψ δὲ καὶ στρόβιλος πνεῦμα εἰλούμενον κάτωθεν ἄνω, ἀναφύσημα δὲ γῆς πνεῦμα ἄνω φερόμενον κατὰ τὴν ἐκ βυθοῦ τινος ἢ ῥήγματος ἀνάδοσιν· ὅταν δὲ εἰλούμενον πολὺ φέρηται, πρηστὴρ χθόνιός ἐστιν.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Φάβιος Μάξιμος, 12.4 @scaife.perseus
- οὐκ ἐγὼ μέντοι προὔλεγον ὑμῖν πολλάκις τήν ἐπὶ τῶν ἄκρων ταύτην καθημένην νεφέλην, ὅτι μετὰ ζάλης ποτὲ καὶ καταιγίδων ὄμβρον ἐκρήξει;
Παράγωγα
- ἐπικαταιγίζω
- καταΐγδην
- καταιγιδώδης
- καταιγισμός
- καταιγίζω
- προπροκαταΐγδην
Πηγές
- καταιγίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.