arcade

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

arcade (en)

  1. μια σειρά από αψίδες
  2. η στοά (στεγασμένος διάδρομος με μαγαζιά)
  3. μαγαζί με ηλεκτρονικά παιχνίδια που λειτουργούν με κέρματα· ουφάδικο

Συγγενικά



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
arcade arcades

Ουσιαστικό

arcade (fr) θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.