καμαρώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καμαρώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καμαρώνω < καμάρι + -ώνω < ελληνιστική κοινή καμάριον < αρχαία ελληνική καμάρα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.maˈɾo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐μα‐ρώ‐νω
Ρήμα
καμαρώνω
- έχω κάποιον ή κάτι για καμάρι
- ↪ σε καμαρώνω για όσα έχεις πετύχει
- κορδώνομαι, νιώθω ικανοποίηση
- ↪ για δες τον πώς καμαρώνει σαν γύφτικο σκεπάρνι!
- (ειρωνικό) έρχομαι αντιμέτωπος με μια αποτυχημένη ή λανθασμένη ενέργεια
- ↪ για καμαρώστε με τη συμπεριφορά σας!
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καμαρώνω | καμάρωνα | θα καμαρώνω | να καμαρώνω | καμαρώνοντας | |
| β' ενικ. | καμαρώνεις | καμάρωνες | θα καμαρώνεις | να καμαρώνεις | καμάρωνε | |
| γ' ενικ. | καμαρώνει | καμάρωνε | θα καμαρώνει | να καμαρώνει | ||
| α' πληθ. | καμαρώνουμε | καμαρώναμε | θα καμαρώνουμε | να καμαρώνουμε | ||
| β' πληθ. | καμαρώνετε | καμαρώνατε | θα καμαρώνετε | να καμαρώνετε | καμαρώνετε | |
| γ' πληθ. | καμαρώνουν(ε) | καμάρωναν καμαρώναν(ε) |
θα καμαρώνουν(ε) | να καμαρώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καμάρωσα | θα καμαρώσω | να καμαρώσω | καμαρώσει | ||
| β' ενικ. | καμάρωσες | θα καμαρώσεις | να καμαρώσεις | καμάρωσε | ||
| γ' ενικ. | καμάρωσε | θα καμαρώσει | να καμαρώσει | |||
| α' πληθ. | καμαρώσαμε | θα καμαρώσουμε | να καμαρώσουμε | |||
| β' πληθ. | καμαρώσατε | θα καμαρώσετε | να καμαρώσετε | καμαρώστε | ||
| γ' πληθ. | καμάρωσαν καμαρώσαν(ε) |
θα καμαρώσουν(ε) | να καμαρώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω καμαρώσει | είχα καμαρώσει | θα έχω καμαρώσει | να έχω καμαρώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις καμαρώσει | είχες καμαρώσει | θα έχεις καμαρώσει | να έχεις καμαρώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει καμαρώσει | είχε καμαρώσει | θα έχει καμαρώσει | να έχει καμαρώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε καμαρώσει | είχαμε καμαρώσει | θα έχουμε καμαρώσει | να έχουμε καμαρώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε καμαρώσει | είχατε καμαρώσει | θα έχετε καμαρώσει | να έχετε καμαρώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν καμαρώσει | είχαν καμαρώσει | θα έχουν καμαρώσει | να έχουν καμαρώσει |
| |
Αντώνυμα
Συγγενικά
- ακαμάρωτος
- αποκαμαρώνω
- καμάρωμα
- καμαρωμένος
- καμαρωτά
- καμαρωτός
- κρυφοκαμάρωμα
- κρυφοκαμαρωμένος
- κρυφοκαμαρώνω
- → δείτε τις λέξεις καμάρι, κάμαρα και καμάρα
- καμαρόω / καμαρῶ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.