κάμαρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κάμαρα | οι | κάμαρες |
| γενική | της | κάμαρας | — | |
| αιτιατική | την | κάμαρα | τις | κάμαρες |
| κλητική | κάμαρα | κάμαρες | ||
| Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κάμαρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κάμαρα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈka.ma.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κά‐μα‐ρα
- τονικό παρώνυμο: καμάρα
Ουσιαστικό
κάμαρα θηλυκό
- το δωμάτιο διαμονής, συνηθέστερα υπνοδωμάτιο
- η καμπίνα (σε πλοίο)
- (μεταφορικά) το μικρό διαμέρισμα
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- κάμαρα < (άμεσο δάνειο) λατινική camera / camara < αρχαία ελληνική καμάρα (αντιδάνειο) [1]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: κάμαρα
Εκφράσεις
- → δείτε τη λέξη κάμερα
Συγγενικά
- δικάμαρος
- καμαράσιος
- καμαριέρα
- καμαριέρης
- καμάριον (υποκοριστικό)
- μονοκάμαρος
- και καμεροπούλα (υποκοριστικό) από το κάμερα
Αναφορές
- κάμαρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- κάμαρα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- κάμαρα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.