καμαροφρύδης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καμαροφρύδης οι καμαροφρύδηδες
      γενική του καμαροφρύδη των καμαροφρύδηδων
    αιτιατική τον καμαροφρύδη τους καμαροφρύδηδες
     κλητική καμαροφρύδη καμαροφρύδηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καμαροφρύδης < καμάρα + -ο- + φρύδι + -ης

Ουσιαστικό

καμαροφρύδης αρσενικό (θηλυκό: καμαροφρύδα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.