καμαραϊκός

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καμαραϊκός < από το χωριό Καμάρες της Κρήτης, γνωστό για το σπήλαιο με θόλους (ή 'καμάρες') που έδωσαν το όνομά τους στα προϊστορικά αγγεία που βρέθηκαν εκεί το 1889 [1]

Προφορά

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καμαραϊκός η καμαραϊκή το καμαραϊκό
      γενική του καμαραϊκού της καμαραϊκής του καμαραϊκού
    αιτιατική τον καμαραϊκό την καμαραϊκή το καμαραϊκό
     κλητική καμαραϊκέ καμαραϊκή καμαραϊκό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καμαραϊκοί οι καμαραϊκές τα καμαραϊκά
      γενική των καμαραϊκών των καμαραϊκών των καμαραϊκών
    αιτιατική τους καμαραϊκούς τις καμαραϊκές τα καμαραϊκά
     κλητική καμαραϊκοί καμαραϊκές καμαραϊκά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
ΔΦΑ : /ka.ma.ɾa.iˈkos/ (αρσενικό)
ΔΦΑ : /ka.ma.ɾa.iˈci/ (θηλυκό)

Επίθετο

καμαραϊκός , -ή , -ό

  • (αρχαιολογία) που προέρχεται ή έχει σχέση με το χωριό Καμάρες του νομού Ηρακλείου της Κρήτης

Εκφράσεις

  • καμαραϊκός ρυθμός (τεχνοτροπία κεραμικής, αρχαιολογία)
  • καμαραϊκά αγγεία (κεραμική, αρχαιολογία)

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.