μίσος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μίσος τα μίση
      γενική του μίσους
    αιτιατική το μίσος τα μίση
     κλητική μίσος μίση
Η λέξη μισών παραπέμπει
στη γεν.πληθ. του επιθέτου μισός
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μίσος < αρχαία ελληνική μῖσος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈmi.sos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μίσος
τονικό παρώνυμο: μισός

Ουσιαστικό

μίσος ουδέτερο

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

  • μισο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα μισο- από το μισώ στο Βικιλεξικό
  • μισητός
  •  και δείτε τη λέξη μισώ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.