καλόσυνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καλόσυνος | η | καλόσυνη | το | καλόσυνο |
| γενική | του | καλόσυνου | της | καλόσυνης | του | καλόσυνου |
| αιτιατική | τον | καλόσυνο | την | καλόσυνη | το | καλόσυνο |
| κλητική | καλόσυνε | καλόσυνη | καλόσυνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καλόσυνοι | οι | καλόσυνες | τα | καλόσυνα |
| γενική | των | καλόσυνων | των | καλόσυνων | των | καλόσυνων |
| αιτιατική | τους | καλόσυνους | τις | καλόσυνες | τα | καλόσυνα |
| κλητική | καλόσυνοι | καλόσυνες | καλόσυνα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καλόσυνος < καλοσύνη + -ος
Μεταφράσεις
καλόσυνος
|
- καλόσυνος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.