καλοσυνεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καλοσυνεύω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καλοσυνεύω < καλοσύνη + -εύω < αρχαία ελληνική καλός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.lo.siˈne.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λο‐συ‐νεύ‐ω
Ρήμα
καλοσυνεύω, αόρ.: καλοσύνεψα (χωρίς παθητική φωνή)
- καλυτερεύω, γίνομαι καλύτερος
- (για τις καιρικές συνθήκες) βελτιώνομαι, καλυτερεύω, κυρίως απρόσωπο: καλοσυνεύει
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καλοσυνεύω | καλοσύνευα | θα καλοσυνεύω | να καλοσυνεύω | καλοσυνεύοντας | |
| β' ενικ. | καλοσυνεύεις | καλοσύνευες | θα καλοσυνεύεις | να καλοσυνεύεις | καλοσύνευε | |
| γ' ενικ. | καλοσυνεύει | καλοσύνευε | θα καλοσυνεύει | να καλοσυνεύει | ||
| α' πληθ. | καλοσυνεύουμε | καλοσυνεύαμε | θα καλοσυνεύουμε | να καλοσυνεύουμε | ||
| β' πληθ. | καλοσυνεύετε | καλοσυνεύατε | θα καλοσυνεύετε | να καλοσυνεύετε | καλοσυνεύετε | |
| γ' πληθ. | καλοσυνεύουν(ε) | καλοσύνευαν καλοσυνεύαν(ε) |
θα καλοσυνεύουν(ε) | να καλοσυνεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καλοσύνεψα | θα καλοσυνέψω | να καλοσυνέψω | καλοσυνέψει | ||
| β' ενικ. | καλοσύνεψες | θα καλοσυνέψεις | να καλοσυνέψεις | καλοσύνεψε | ||
| γ' ενικ. | καλοσύνεψε | θα καλοσυνέψει | να καλοσυνέψει | |||
| α' πληθ. | καλοσυνέψαμε | θα καλοσυνέψουμε | να καλοσυνέψουμε | |||
| β' πληθ. | καλοσυνέψατε | θα καλοσυνέψετε | να καλοσυνέψετε | καλοσυνέψτε | ||
| γ' πληθ. | καλοσύνεψαν καλοσυνέψαν(ε) |
θα καλοσυνέψουν(ε) | να καλοσυνέψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω καλοσυνέψει | είχα καλοσυνέψει | θα έχω καλοσυνέψει | να έχω καλοσυνέψει | ||
| β' ενικ. | έχεις καλοσυνέψει | είχες καλοσυνέψει | θα έχεις καλοσυνέψει | να έχεις καλοσυνέψει | ||
| γ' ενικ. | έχει καλοσυνέψει | είχε καλοσυνέψει | θα έχει καλοσυνέψει | να έχει καλοσυνέψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε καλοσυνέψει | είχαμε καλοσυνέψει | θα έχουμε καλοσυνέψει | να έχουμε καλοσυνέψει | ||
| β' πληθ. | έχετε καλοσυνέψει | είχατε καλοσυνέψει | θα έχετε καλοσυνέψει | να έχετε καλοσυνέψει | ||
| γ' πληθ. | έχουν καλοσυνέψει | είχαν καλοσυνέψει | θα έχουν καλοσυνέψει | να έχουν καλοσυνέψει |
| |
Μεταφράσεις
καλοσυνεύω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.