καλοσυνεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καλοσυνεύω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καλοσυνεύω < καλοσύνη + -εύω < αρχαία ελληνική καλός

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.lo.siˈne.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καλοσυνεύω

Ρήμα

καλοσυνεύω, αόρ.: καλοσύνεψα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. καλυτερεύω, γίνομαι καλύτερος
  2. (για τις καιρικές συνθήκες) βελτιώνομαι, καλυτερεύω, κυρίως απρόσωπο: καλοσυνεύει

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.