καλοήθης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η καλοήθης το καλόηθες
      γενική του/της καλοήθους* του καλοήθους
    αιτιατική τον/την καλοήθη το καλόηθες
     κλητική καλοήθη καλόηθες
 πτώσεις   πληθυντικός  
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλοήθεις τα καλοήθη
      γενική των καλοήθων των καλοήθων
    αιτιατική τους/τις καλοήθεις τα καλοήθη
     κλητική καλοήθεις καλοήθη
* Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καλοήθης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καλοήθης (καλοπροαίρετο) κατά τη σημασία του αντίθετου κακοήθης. Μορφολογικά αναλύεται σε καλο- + -ήθης.[1] (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική bénin[2])

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.loˈi.θis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καλοήθης
ομόηχο: καλοήθεις

Επίθετο

καλοήθης, -ης, καλόηθες

  • (ιατρική) για νόσο που δεν έχει σοβαρές μακροπρόθεσμες συνέπειες για την υγεία, συνήθως σε αντιδιαστολή με θανατηφόρα νόσο με επιφανειακά παρόμοια συμπτώματα
    καλοήθης όγκος, καλοήθης παιδική επιληψία

Αντώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις καλός και ήθος

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. καλοήθης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. καλοήθης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)




Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
κᾰλοηθεσ-
ονομαστική / καλοήθης τὸ καλόηθες
      γενική τοῦ/τῆς καλοήθους τοῦ καλοήθους
      δοτική τῷ/τῇ καλοήθει τῷ καλοήθει
    αιτιατική τὸν/τὴν καλοήθη τὸ καλόηθες
     κλητική ! καλόηθες καλόηθες
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ καλοήθεις τὰ καλοήθη
      γενική τῶν καλοήθων τῶν καλοήθων
      δοτική τοῖς/ταῖς καλοήθεσ(ν) τοῖς καλοήθεσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς καλοήθεις τὰ καλοήθη
     κλητική ! καλοήθεις καλοήθη
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ καλοήθει τὼ καλοήθει
      γεν-δοτ τοῖν καλοήθοιν τοῖν καλοήθοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνήθης' όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καλοήθης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική καλο- + -ήθης (ἦθος)

Επίθετο

καλοήθης, -ης, καλόηθες

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις καλός και ἦθος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.