καλοπροαίρετος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | καλοπροαίρετος | η | καλοπροαίρετη | το | καλοπροαίρετο |
| γενική | του | καλοπροαίρετου | της | καλοπροαίρετης | του | καλοπροαίρετου |
| αιτιατική | τον | καλοπροαίρετο | την | καλοπροαίρετη | το | καλοπροαίρετο |
| κλητική | καλοπροαίρετε | καλοπροαίρετη | καλοπροαίρετο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | καλοπροαίρετοι | οι | καλοπροαίρετες | τα | καλοπροαίρετα |
| γενική | των | καλοπροαίρετων | των | καλοπροαίρετων | των | καλοπροαίρετων |
| αιτιατική | τους | καλοπροαίρετους | τις | καλοπροαίρετες | τα | καλοπροαίρετα |
| κλητική | καλοπροαίρετοι | καλοπροαίρετες | καλοπροαίρετα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- καλοπροαίρετος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καλοπροαίρετος < καλο- + προαίρετος < προαιροῦμαι
Συνώνυμα
- καλόβουλος
- εύνοος, εύνους
- φιλικός
- ευμενής
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- καλοπροαίρετος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.