καλοπροαίρετος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλοπροαίρετος η καλοπροαίρετη το καλοπροαίρετο
      γενική του καλοπροαίρετου της καλοπροαίρετης του καλοπροαίρετου
    αιτιατική τον καλοπροαίρετο την καλοπροαίρετη το καλοπροαίρετο
     κλητική καλοπροαίρετε καλοπροαίρετη καλοπροαίρετο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλοπροαίρετοι οι καλοπροαίρετες τα καλοπροαίρετα
      γενική των καλοπροαίρετων των καλοπροαίρετων των καλοπροαίρετων
    αιτιατική τους καλοπροαίρετους τις καλοπροαίρετες τα καλοπροαίρετα
     κλητική καλοπροαίρετοι καλοπροαίρετες καλοπροαίρετα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καλοπροαίρετος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καλοπροαίρετος < καλο- + προαίρετος < προαιροῦμαι

Επίθετο

καλοπροαίρετος, -η, -ο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.