αντικνήμιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντικνήμιο τα αντικνήμια
      γενική του αντικνημίου
& αντικνήμιου
των αντικνημίων
    αιτιατική το αντικνήμιο τα αντικνήμια
     κλητική αντικνήμιο αντικνήμια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντικνήμιο < αρχαία ελληνική ἀντικνήμιον

Ουσιαστικό

αντικνήμιο ουδέτερο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.