πετροκαλαμίθρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πετροκαλαμίθρα | οι | πετροκαλαμίθρες |
| γενική | της | πετροκαλαμίθρας | — | |
| αιτιατική | την | πετροκαλαμίθρα | τις | πετροκαλαμίθρες |
| κλητική | πετροκαλαμίθρα | πετροκαλαμίθρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πετροκαλαμίθρα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) (παρωχημένο) η πυξίδα
- Τέλος σ’ εμέ που βρίσκομουν ομπρός της μες στα ρείθρα, / καταπώς στέκει στο Βοριά η πετροκαλαμίθρα. (Διονύσιος Σολωμός, Κρητικός, 4 (21), 9-10)
- Τέλος σ’ εμέ που βρίσκομουν ομπρός της μες στα ρείθρα, / εγώ το σίδερο κι αυτή η πετροκαλαμίθρα. (Διονύσιος Σολωμός, Κρητικός, άλλη παραλλαγή)
- Στη μυστική γαλήνη εγώ στημένος μες στα ρείθρα / μνέσκω σαν κάτα τον Βοριά η πετροκαλαμίθρα. (Διονύσιος Σολωμός, Κρητικός, άλλη παραλλαγή)
- Ωσάν Βοριάς αυτή, κι εγώ σαν πετροκαλαμίθρα. (Διονύσιος Σολωμός, Κρητικός, άλλη παραλλαγή)
Μεταφράσεις
πετροκαλαμίθρα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.