Καλάμι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Καλάμι τα Καλάμια
      γενική του Καλαμιού των Καλαμιών
    αιτιατική το Καλάμι τα Καλάμια
     κλητική Καλάμι Καλάμια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Καλάμι < καλάμι

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈla.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Καλάμι

Κύριο όνομα

Καλάμι ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.