αργιλές

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αργιλές οι αργιλέδες
      γενική του αργιλέ των αργιλέδων
    αιτιατική τον αργιλέ τους αργιλέδες
     κλητική αργιλέ αργιλέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αργιλές < αποβολή του «ν» από το ναργιλές

Ουσιαστικό

αργιλές αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.