καλαμιών

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.laˈmɲon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καλαμιών

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

καλαμιών θηλυκό ή ουδέτερο

  1. γενική πληθυντικού του καλαμιά
  2. γενική πληθυντικού του καλάμι

Παρώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.