αυτοσχέδιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αυτοσχέδιος | η | αυτοσχέδια | το | αυτοσχέδιο |
| γενική | του | αυτοσχέδιου | της | αυτοσχέδιας | του | αυτοσχέδιου |
| αιτιατική | τον | αυτοσχέδιο | την | αυτοσχέδια | το | αυτοσχέδιο |
| κλητική | αυτοσχέδιε | αυτοσχέδια | αυτοσχέδιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αυτοσχέδιοι | οι | αυτοσχέδιες | τα | αυτοσχέδια |
| γενική | των | αυτοσχέδιων | των | αυτοσχέδιων | των | αυτοσχέδιων |
| αιτιατική | τους | αυτοσχέδιους | τις | αυτοσχέδιες | τα | αυτοσχέδια |
| κλητική | αυτοσχέδιοι | αυτοσχέδιες | αυτοσχέδια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αυτοσχέδιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αὐτοσχέδιος < αὐτός + σχέδιος
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ftoˈsçe.ði.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐το‐σχέ‐δι‐ος
Επίθετο
αυτοσχέδιος -α -ο
- χαρακτηρισμός για κάποιον που αυτοσχεδιάζει
- που είναι προϊόν αυτοσχεδιασμού
- που έχει σχεδιαστεί και κατασκευαστεί από κάποιον ιδιώτη, για να εξυπηρετήσει συγκεκριμένες ανάγκες, που δεν είναι βιομηχανικό προϊόν
- ↪ ένας αυτοσχέδιος εκρηκτικός μηχανισμός
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.