καλαμίθρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καλαμίθρα οι καλαμίθρες
      γενική της καλαμίθρας των καλαμιθρών
    αιτιατική την καλαμίθρα τις καλαμίθρες
     κλητική καλαμίθρα καλαμίθρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Mentha rotundifolia (Μίνθη η στρογγυλόφυλλος)

Ετυμολογία

καλαμίθρα < αρχαία ελληνική καλαμίνθη, με ... λείπει η ετυμολογία / καλάμινθος < κάλαμος + μίνθα / μίνθη

Ουσιαστικό

καλαμίθρα θηλυκό

  1. (φυτό) κοινή ονομασία του είδους Μίνθη η στρογγυλόφυλλος (Mentha rotundifolia)
    άλλες μορφές: καλαμίδρα, καλάμιθρος, πετροκαλαμίθι
     συνώνυμα: αγριοδυόσμος, αγριορίγανη, κοψόχορτο, φλησκούνι
    υπερώνυμα: μέντα
  2. (φυτό) κοινή ονομασία του φυτού Clinopodium nepeta ή άλλων παρόμοιων
  3. ψάρι του γλυκού νερού (Scardinius graecus)
  4. (εντομολογία) ο γρύλος
  5. (παρωχημένο) άλλη μορφή του πετροκαλαμίθρα: η πυξίδα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.