reed
Αγγλικά
(en)
ενικός
πληθυντικός
reed
reeds
Ουσιαστικό
reed
(en)
το
καλάμι
, η
καλαμιά
το
καλάμι
, ο κοίλος ξυλώδης βλαστός της καλαμιάς
το
γλωσσίδι
που όταν το φυσάμε παράγει τον ήχο σε πνευστά μουσικά όργανα όπως το
όμποε
ένα μουσικό όργανο όπως το
όμποε
που έχει ένα τέτοιο γλωσσίδι
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.