reed

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
reed reeds

Ουσιαστικό

reed (en)

  1. το καλάμι, η καλαμιά
  2. το καλάμι, ο κοίλος ξυλώδης βλαστός της καλαμιάς
  3. το γλωσσίδι που όταν το φυσάμε παράγει τον ήχο σε πνευστά μουσικά όργανα όπως το όμποε
  4. ένα μουσικό όργανο όπως το όμποε που έχει ένα τέτοιο γλωσσίδι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.