έκφυση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | έκφυση | οι | εκφύσεις |
| γενική | της | έκφυσης* | των | εκφύσεων |
| αιτιατική | την | έκφυση | τις | εκφύσεις |
| κλητική | έκφυση | εκφύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εκφύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- έκφυση < αρχαία ελληνική ἔκφυσις < ἐκ + φύω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈek.fi.si/
Ουσιαστικό
έκφυση θηλυκό
Μεταφράσεις
έκφυση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.