έκφυση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έκφυση οι εκφύσεις
      γενική της έκφυσης* των εκφύσεων
    αιτιατική την έκφυση τις εκφύσεις
     κλητική έκφυση εκφύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκφύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έκφυση < αρχαία ελληνική ἔκφυσις < ἐκ + φύω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈek.fi.si/

Ουσιαστικό

έκφυση θηλυκό

  1. το να εκφύεται κάτι
  2. αυτό που εκφύεται
    • (ανατομία) τμήμα οστού που προεξέχει από το κύριο σώμα του

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.