κερατίνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κερατίνη οι κερατίνες
      γενική της κερατίνης των κερατινών
    αιτιατική την κερατίνη τις κερατίνες
     κλητική κερατίνη κερατίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κερατίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική kératine < αρχαία ελληνική κέρας

Ουσιαστικό

κερατίνη θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.