κερατάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κερατάς | οι | κερατάδες |
| γενική | του | κερατά | των | κερατάδων |
| αιτιατική | τον | κερατά | τους | κερατάδες |
| κλητική | κερατά | κερατάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ce.ɾaˈtas/
Ουσιαστικό
κερατάς αρσενικό
- ο απατημένος σύζυγος, χαρακτηρισμός που θεωρείται υβριστικός
- (οικείο) κορόιδο που δεν βλέπει τι γίνεται γύρω του όπως, συνήθως, ο απατημένος σύζυγος
- ο κατεργάρης, ο πονηρός ή δόλιος άνθρωπος
- (οικείο) ζωηρό και έξυπνο παιδί (και κερατούκλικο)
Συγγενικά
- κερατούκλης, κερατούκλα, κερατούκλικο
- κερατώνω
- → δείτε τη λέξη κέρατο
Σύνθετα
Εκφράσεις
Μεταφράσεις
- Σύμφωνα με ορισμένους, τα κερασφόρα ζώα δεν συνηθίζουν να ζουν κατά ζεύγη, δεν έχουν δηλαδή σταθερό ταίρι. Από εκεί θεωρείται ότι προέρχεται ο παραλληλισμός με τη μοιχεία που βρίσκεται μέσα στην έννοια του κερατά, απατημένος σύζυγος.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.