εκνευριστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκνευριστικός η εκνευριστική το εκνευριστικό
      γενική του εκνευριστικού της εκνευριστικής του εκνευριστικού
    αιτιατική τον εκνευριστικό την εκνευριστική το εκνευριστικό
     κλητική εκνευριστικέ εκνευριστική εκνευριστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκνευριστικοί οι εκνευριστικές τα εκνευριστικά
      γενική των εκνευριστικών των εκνευριστικών των εκνευριστικών
    αιτιατική τους εκνευριστικούς τις εκνευριστικές τα εκνευριστικά
     κλητική εκνευριστικοί εκνευριστικές εκνευριστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εκνευριστικός < εκνευρίζω

Επίθετο

εκνευριστικός

  1. που εκνευρίζει τους άλλους
    εκνευριστικός άνθρωπος, θόρυβος
    εκνευριστική συνήθεια
    εκνευριστικό χούι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.