ελαφοκέρατο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ελαφοκέρατο τα ελαφοκέρατα
      γενική του ελαφοκέρατου των ελαφοκέρατων
    αιτιατική το ελαφοκέρατο τα ελαφοκέρατα
     κλητική ελαφοκέρατο ελαφοκέρατα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ελαφοκέρατο < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἐλαφοκέρατο(ν)[1] ή καθαρεύουσα ἐλαφόκερας.[2] Συγκρίνετε με το αλαφοκέρατο.
Η λέξη, στον πληθυντικό, στην ελληνιστική κοινή ἐλαφοκέρατα[3] < αρχαία ελληνική ἔλαφ(ος) (ελάφι) + -ο- + κέρας (κέρατο). (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Αρσενικό κόκκινο ελάφι. Τα ελαφοκέρατα κατά την περίοδο ανάπτυξης καλύπτονται από χνουδωτό προστατευτικό δέρμα, το οποίο παρέχει αιμάτωση, οξυγόνο και θρεπτικά συστατικά.

Προφορά

ΔΦΑ : /e.la.foˈce.ɾa.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ελαφοκέρατο

Ουσιαστικό

ελαφοκέρατο ουδέτερο

  • το κέρατο ελαφιού
      Δὲν εἶχε λησμονήσει νὰ φέρῃ τὸ κωσταντινᾶτο [] Ὁμοίως κ’ ἐλαφοκέρατο διὰ τὰ δοντάκια τοῦ παιδιοῦ, καὶ τὰ φωτίκια διὰ τὴν βάπτισίν του ἀπὸ τὸν Ἰορδάνην
    Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, διήγημα: (Χρειάζεται ο τίτλος διηγήματος).
    άλλες μορφές: ιδιωματικά: αλαφοκέρατο, λαφοκέρατο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ελαφοκέρατον -  Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
  2. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
  3. ἐλαφοκέρατα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.