horn

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
horn horns

Ουσιαστικό

horn (en)

  1. το κέρατο, το κέρας
    the horn of the goat - τα κερατά της κατσίκας
  2. (τεχνολογία) η κόρνα (ηχείου, μεγαφώνου, αυτοκινήτου)
    Don’t honk the horn for no reason.
    Μην πατάς την κόρνα χωρίς λόγο.
  3. (μουσική) (ειδικότερα) το μουσικό όργανο κόρνο
     δείτε English horn και French horn
  4. (μουσική) (γενικότερα) διάφορα πνευστά μουσικά όργανα (όπως το σαξόφωνο, το τρομπόνι κ.λπ.)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.